- συγγαμία
- συγ-γαμία, ἡ, Verbindung durch Ehe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγγαμία — η, ΝΑ [σύγγαμος] νεοελλ. βιολ. 1. η συγχώνευση ενός αρσενικού με έναν θηλυκό γαμέτη κατά τη γονιμοποίηση οργανισμών οι οποίοι αναπαράγονται με φυλετική αναπαραγωγή, συγχώνευση που καταλήγει στη δημιουργία τού ζυγωτού 2. σπάνια μορφή αναπαραγωγής … Dictionary of Greek
συγγαμικός — ή, ό, Ν [συγγαμία] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγαμία ως μορφή αναπαραγωγής 2. φρ. «συγγαμικό είδος» βιολ. το συγγάμειο … Dictionary of Greek
φαινοτυπικός — ή, ό, Ν [φαινότυπος] 1. ο σχετικός με τον φαινότυπο 2. φρ. α) «φαινοτυπική ταξινόμηση» βιολ. άλλη ονομασία για την φαινετική ταξινόμηση β) «φαινοτυπική έκφραση» βιολ. το φαινόμενο τής εκδήλωσης ενός συγκεκριμένου γονιδίου γ) «φαινοτυπικό εύρος»… … Dictionary of Greek